αδικοσκοτωμένος

αδικοσκοτωμένος
η , ο напрасно, несправедливо убитый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αδικοσκοτωμένος" в других словарях:

  • αδικοσκοτωμένος — η, ο (μτχ. τού αδικοσκοτώνω) αυτός που σκοτώθηκε άδικα, ο αδικοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτωμένος] …   Dictionary of Greek

  • αδικοσκοτώνω — αδικοσκότωσα, αδικοσκοτώθηκα, αδικοσκοτωμένος, σκοτώνω άδικα, χωρίς σπουδαίο λόγο: Πήγε αδικοσκοτωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδικοφονεμένος — η, ο ο αδικοσκοτωμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + φονεμένος, μετοχή τού φονεύω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»